-
1 ἐγ-κατ-οικέω
ἐγ-κατ-οικέω, darin wohnen, τινί, Eur. frg. u. Sp.; σύνεσις ἐγκατοικοῠσα ψυχαῖς Pol. 18, 26, 13.
См. также в других словарях:
σύνεση — η / σύνεσις, έσεως, ΝΜΑ, και ξύνεσις Α [συνίημι] φρόνηση, περίσκεψη, σωφροσύνη βασισμένη στη σωστή κρίση (α. «στην αντιμετώπιση κρίσιμων προβλημάτων έδειξε σύνεση και αποφασιστικότητα» β. «σύνεσις πολιτική», Αριστοτ. γ. «σύνεσις φρενῶν», Πίνδ.)… … Dictionary of Greek